χαμαιλεοντίδες

χαμαιλεοντίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σαυροειδών ερπετών, η οποία περιλαμβάνει τους χαμαιλέοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chamaeleontidae < χαμαιλέων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαιλέων — Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”